Quantcast
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η Στρατιωτική Μπάντα στη Βρετανία

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ*

Τον 18ο αιώνα η βρετανική μπάντα ακολούθησε τα γενικότερα χαρακτηριστικά της παράδοσης των στρατιωτικών μπαντών, διασφαλίζοντας παράλληλα την διατήρηση τα δικών της εθίμων. Η μουσική των βρετανικών Μπαντών συνέχισε να αναπτύσσεται παράλληλα με τα συντάγματα και να αποτελεί μέρος της στρατιωτικής ιστορίας και αγωνίστηκε να εδραιώσει τη δική της θέση ως αναγνωρισμένος οργανισμός. Οι Βρετανοί αντανακλούσαν ιδέες που βρέθηκαν στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς η ενορχήστρωση και το ύφος συχνά απηχούσαν τα γερμανικά στυλ ενώ οι μελωδίες και οι ρυθμοί αντέγραφαν τις γαλλικές φόρμες.

Το κύρος των βρετανικών μπαντών μεγάλωσε και άρχισαν να αισθάνονται την επιρροή των παραδόσεων άλλων χωρών καθώς και το δικό τους εθνικό αίσθημα υπερηφάνειας. Η ιδέα του σχηματισμού Συνταγματικών Μπαντών προέκυψε πιθανότατα κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου, όταν ο στρατός είχε την ευκαιρία να δει τις γαλλικές και τις πρωσικές μπάντες ενώ παράλληλα φαίνεται η επιρροή από τις ιδέες της μουσικής των Τούρκων γενίτσαρων με τα όργανα και την αυξημένη χρήση κρουστών ρυθμών. Ισχυρό ερέθισμα της περιόδου ήταν η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, που οδήγησαν στη δημιουργία νέων Μπαντών και στη σύνθεση εμβατηρίων γι’ αυτές από ντόπιους Βρετανούς συνθέτες όπως οι John Callcott, William Crotch, James Hook και John Mahon.

Η συντήρηση των οργάνων και των μουσικών εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από τους αξιωματικούς της μονάδας, διότι η κυβέρνηση δεν αναγνώριζε επίσημα την απασχόληση των μουσικών ή την οργάνωση της μπάντας ως εγκεκριμένο μέσο ή ως μέσο που είχε ανάγκη χρηματικής υποστήριξης. Κατά συνέπεια, οι μπάντες μπορούσαν να ποικίλλουν από έναν μόνο μικρό τυμπανιστή μέχρι πέντε ή οκτώ άνδρες με διάφορα όργανα. Ωστόσο, οι αρχιμουσικοί που είχαν τη μεγαλύτερη ζήτηση στην Αγγλία έως τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ξένοι, συχνά Γερμανοί, οι οποίοι είχαν εμπειρία με τη στρατιωτική παράδοση της ηπείρου και τη μουσική που ήταν διαθέσιμη από άλλα έθνη. Ο διάσημος Sir William Herschel, από το Αννόβερο, ήταν διευθυντής μπάντας της πολιτοφυλακής του Durham, ο John Kohler, μετέπειτα κατασκευαστής οργάνων του αρχιστράτηγου, ήταν διευθυντής μπάντας των εθελοντών του Lancashire, ο Johann Logier, του οποίου το Thoroughbass ήταν το εγχειρίδιο του Wagner, είχε παρόμοια θέση στην πολιτοφυλακή του Kilkenny. Αυτό προκάλεσε κάποιες τριβές και το 1803, δόθηκαν επίσημες κυβερνητικές εγκρίσεις για να επιτραπεί σε έναν οπλίτη στρατιώτη που ήταν εκπαιδευμένος μουσικός να υπηρετεί ως αρχιλοχίας του συντάγματος και να ενεργεί ως διευθυντής μπάντας.
Τα μουσικά έργα και οι μελωδίες για τους μουσικούς διέφεραν ανάλογα με το τι προτιμούσαν οι στρατιώτες, τι γνώριζαν οι μουσικοί και τι επέτρεπαν οι αξιωματικοί.
Κατά συνέπεια, υπήρχαν λίγες κοινές ενορχηστρώσεις μεταξύ των βρετανικών συνταγμάτων, και ένας αρχιμουσικός κρινόταν για την ικανότητά του να παίρνει μουσική από άλλες ενορχηστρώσεις και να δημιουργεί μια εκδοχή για την μπάντα. Ωστόσο, οι βρετανικές μπάντες δεν είχαν κοινό ρεπερτόριο, με εξαίρεση τον εθνικό ύμνο και άλλες τυποποιημένες πατριωτικές μελωδίες. Στα εμβατήρια, συχνά επιλέγονταν τραγούδια από τη λαϊκή παράδοση ή κομμάτια από δημοφιλείς παραστάσεις για να διασκεδάσουν και να εμπνεύσουν. Διασκευές γράφτηκαν ειδικά για τη βρετανική μπάντα, για τον εορτασμό ενός γεγονότος ή μιας νίκης, αλλά κάθε μελωδία επιλέχθηκε για τη σύνδεσή της με την πατρίδα ή τη δημοτικότητά της.

Η αναγνώριση από την κυβέρνηση και τις στρατιωτικές αρχές άργησε να έρθει, γιατί οι μπάντες υπήρχαν ονομαστικά ως ψυχαγωγία ή πολυτελείς δυνατότητες και όχι ως δομημένες ή οργανωμένες μονάδες. Διεκδικώντας τον τίτλο της πρώτης αναγνωρισμένης στρατιωτικής μπάντας, η Μπάντα του Βασιλικού Πυροβολικού, Woolwich, σχηματίστηκε στις 26 Μαΐου 1716, και ακολουθώντας τα βήματα της Harmoniemusik απαριθμούσε οκτώ άνδρες στο σύνολο. Σύμφωνα με τα αρχεία του συντάγματός τους, η Coldstream Band καθόρισε την μπάντα της σε δώδεκα μουσικούς και η μπάντα της Σκωτσέζικης Φρουράς έθεσε παρόμοια πρότυπα σε αριθμό κατά τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο 18ος αιώνας είχε επιφέρει τη μονιμότητα των Μπαντών και αύξησε τη δημοτικότητα και τον σκοπό τους εντός και εκτός των συνταγμάτων, αλλά οι παραδόσεις απαιτούσαν ακόμη μια ομοιότητα μεταξύ των στρατιωτικών μονάδων στην ενορχήστρωσή τους, τη σύνθεσή τους, το ρεπερτόριό τους και το στυλ τους. Ο 19ος αιώνας ήταν μια εποχή για τις αλλαγές στη μουσική και στις μπάντες, όχι μόνο όπως κατευθύνονταν από κυβερνητικά ή επίσημα διατάγματα, αλλά και από μουσικές και δημόσιες επιθυμίες που επηρέαζαν την εθνική επιθυμία για μεγαλοπρέπεια και παράσταση.

Τα όργανα των Μπαντών συνέχισαν να εξελίσσονται και να βελτιώνονται λόγω των επαναστάσεων στην κατασκευή τους και των ικανοτήτων των κατασκευαστών οργάνων να τελειοποιούν τα σχέδιά τους και να προτείνουν νέα όργανα. Αλλαγές άρχισαν στο πρώτο μισό του 1800 και οι στρατιωτικές μπάντες άρχισαν να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες επέκτασης πέρα από τους απλούστερους ήχους της Harmoniemusik. Στην Αγγλία, ένας κατασκευαστής οργάνων που κατασκεύασε πρότυπα για τη στρατιωτική μπάντα ήταν ο Henry Distin, γιος μουσικού και εκδότη μουσικής και σχεδιαστής οργάνων. Οι ιδέες της Μπάντας των Πρωσικών Φρουρών του Wiephrecht και του γαλλικού στρατιωτικού στυλ του Sax μπήκαν επίσης στο βρετανικό στυλ, όμως παρ’ όλες τις καινοτομίες και τις νέες δυνατότητες οργάνων, οι βρετανικές μπάντες ήταν πίσω από τα ηπειρωτικά σύνολα λόγω της έλλειψης κοινής οργανικής σύνθεσης και δημοσιευμένων μουσικών παρτιτούρων. Ο Γάλλος μαέστρος Louis Antoine Jullien ήταν από τους πρώτους που έφεραν τις στρατιωτικές μπάντες στην προσοχή του κοινό με τις τεράστιου όγκου συναυλίες του, οι οποίες συνδύασαν πολλές μπάντες μαζί για να εμφανιστούν για τεράστια πλήθη. Οι Wessel τύπωσαν την πρώτη μουσική για στρατιωτικές μπάντες που εκδόθηκε στην Αγγλία μεταξύ 1830 και 1840, ωστόσο, η πρώτη αποτελεσματική ενορχήστρωση για στρατιωτική μπάντα δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο από τον Herr C. Boose, διευθυντή της μπάντας των Σκωτσέζων Φρουρών των Φουσίλιερς. Στα μέσα της δεκαετίας του 1800 άρχισαν να εμφανίζονται εκδόσεις και μουσικά περιοδικά που επικεντρώνονταν αποκλειστικά στη στρατιωτική μουσική και τις μπάντες. Το περιοδικό Military Band Journal του Julien εκδόθηκε το 1844, το Boose’s Military Journal το 1846, το Chappell Army Journal το 1858, το March and Parade Journal το 1860, το La Fleur Journal, με τον υπότιτλο Orpheus Military Journal το 1862, και πολλές άλλες μικρότερες εκδόσεις. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και η τριετή διάρκεια του επιβράδυνε σημαντικά τη πρόοδο στον μουσικό τομέα των στρατιωτικών Μπαντών στη Βρετανία.

Η απώλεια μουσικών ήταν σημαντική στις μπάντες καθώς μουσικοί έχαναν την ζωή τους στο πεδίο της μάχης ή εγκατέλειπαν την θέση τους για ασφάλεια και πιο ειρηνική απασχόληση Μετά τη λήξη του πολέμου ο Δούκας του Κέιμπριτζ, Πρίγκιπας Γεώργιος επιθυμούσε να καταργήσει τη παρουσία ξένων αρχιμουσικών στις μπάντες των Συνταγμάτων και την εξασφάλιση θέσεων για Βρετανούς. Με επίσημες διαταγές το 1862 και 1873 να ορίζουν ότι το ρεπερτόριο και οι στολές να είναι βρετανικές, αλλά και οι ίδιοι οι μουσικοί να αντανακλούν την εθνική ικανότητα να στηρίζουν τη στρατιωτική μπάντα στις εθνικές και διεθνείς εμφανίσεις τους. Ο Δούκας του Κέιμπριτζ πήρε την έγκρισή της Βασίλισσας Βικτώριας για την ίδρυση της “Τάξη Στρατιωτικής Μουσικής” στη Βασιλική Στρατιωτική Σχολή Μουσικής στο Kneller Hall που άνοιξε τις πόρτες της στις 3 Μαρτίου 1857. Σκοπός της, να εκπαιδεύσει διευθυντές μπάντας καθώς κα νέους άνδρες ικανούς να καλύψουν κενές θέσεις στην μπάντα των συνταγμάτων, δίνοντάς τους παράλληλα την προοπτική-δυνατότητα να βελτιωθούν, ν’ αναπτύξουν το ταλέντο τους και ν’ αποκτήσουν αμειβόμενή απασχόληση. Η πρώτη μεγάλη στρατιωτική συναυλία που δόθηκε ποτέ σε αυτή τη χώρα πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1851 στο νοσοκομείο Τσέλσι, στην οποία συμμετείχαν οι μπάντες του Βασιλικού Πυροβολικού 1ης και 2ης Φρουράς, της Βασιλικής Φρουράς Ιππικού, των Γρεναδιέρων, του Coldstream και της Σκωτσέζικης Φρουράς, συνολικά περίπου 350 εκτελεστές. Έχοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την άνοδο της στρατιωτικής μουσικής παράδοσης, η βασίλισσα Βικτωρία ήταν η δύναμη πίσω από την τοποθέτηση μουσικών ως αξιωματικών, καθώς πίστευε ότι ο βαθμός, ο μισθός και οι συντάξεις των αρχιμουσικών ήταν εντελώς ανεπαρκείς. Στη Βρετανία η στρατιωτική μουσική αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των τελετουργικών εκδηλώσεων κατ’ έτος: το Trooping of the Colour – την αλλαγή φρουράς στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ – την Τελετή των Κλειδιών στον Πύργο του Λονδίνου – Υπηρεσίες ημέρας μνήμης – Καλώντας την υποχώρηση – και στρατιωτικά τατού. Οι στρατιωτικές μπάντες συνέχισαν να υπηρετούν σε όλη τη Βρετανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των πολέμων του 20ου αιώνα, ενώ οι διαγωνισμοί σε εθνικό επίπεδο ενθάρρυναν τους διάφορους καλλιτεχνικούς τομείς ν’ αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο στο όνομα της υπερηφάνειας.

Οι παρελάσεις συνεχίστηκαν καθώς οι μπάντες αποτέλεσαν καθιερωμένο μέρος των παραδοσιακών τελετών στην Αγγλία. Στα απομακρυσμένα τους φυλάκια, οι στρατιωτικές μπάντες επηρέαζαν τις αποικίες στις οποίες διέμεναν τα συντάγματα κι έδιναν κίνητρα στους ντόπιους μουσικούς. Από καθαρά μουσική άποψη, η πιο σημαντική επιρροής της βρετανικής στρατιωτικής μουσικής ήταν ο σχηματισμός πολλών Μπαντών από τοπικές εθνικές κοινότητες, τα οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσαν το βρετανικό μοντέλο και ιδιαίτερα την τελετουργική του συμπεριφορά. Αντικατοπτρίζοντας τα έντονα πατριωτικά συναισθήματα και τα εθνικά ιδεώδη της αυτοκρατορίας που εκτεινόταν σε όλο τον κόσμο, η στρατιωτική μουσική είχε σκοπό να εκπροσωπήσει τον βρετανικό λαό. Οι Στρατιωτικές μπάντες έχουν γίνει μέρος των ιστορικών εθίμων και υπάρχουν για πάνω από 200 χρόνια με συνεχή υπηρεσία στη Βρετανία.

 

 *αρχιμουσικός της ΦΕ Καποδίστριας

 

** δημοσιεύθηκε στο φύλλο 9ης-5-2023 της ΚΣ

 

 

__________________________________________________________________________

Ακολουθήστε το kerkyrasimera.gr για να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα από την Κέρκυρα.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Instagram

Ακολουθήστε μας στο twitter

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Απαγορεύεται αυστηρά η μη εξουσιοδοτημένη χρήση ή / και η αναπαραγωγή αυτού του υλικού χωρίς ρητή και γραπτή άδεια από τον συγγραφέα ή / και τον ιδιοκτήτη. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποσπάσματα κειμένων που δημοσιεύονται σε αυτήν τη σελίδα και σύνδεσμοι, υπό την προϋπόθεση ότι δίνεται πλήρης και σαφής αναφορά στο kerkyrasimera.gr με κατάλληλη και συγκεκριμένη κατεύθυνση (υπερσύνδεσμος/link) προς το πρωτότυπο περιεχόμενο.
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται!!