Ο Κωνσταντίνος Γεωργάκης είναι ένας ξεχασμένος ήρωας, καθώς ο ηρωισμός και η αυτοθυσία του δεν οδήγησαν πουθενά, όχι έμπρακτα τουλάχιστον.
Το ξημέρωμα της 19ης Σεπτεμβρίου 1970, στην ίδια πλατεία, μπροστά στο Παλάτσο Ντουκάλε της ιταλικής πόλης στο οποίο στεγάζονται τα δικαστήρια, ο Γεωργάκης περιέλουσε τον εαυτό του με τρία μπιτόνια βενζίνη και με ένα σπίρτο αυτοπυροπλήθηκε.
Διαβάστε ακόμη: Κέρκυρα: Μνημόσυνο στον τάφο του Κώστα Γεωργάκη την Τρίτη 19/9
Πολλοί οι συμβολισμοί σε μόλις μια πρόταση· από την επιλογή του σημείου ως το σπίρτο που αρκεί για να ανάψει μια μεγάλη φωτιά.
Τον είδαν οι εργάτες καθαριότητας να περιφέρεται φλεγόμενος και φωνάζοντας: «Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα». Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου δέκα ώρες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο φοιτητής που δεν φοβήθηκε το θάνατο
Ο Γεωργάκης δεν ήταν καθόλου άσχετος προς την πολιτική. Γεννημένος στην Κέρκυρα το 1948, ήταν ενεργό μέλος της ΕΔΗΝ, της Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου. Στο αυτοκίνητό του, ένα 500αράκι Φίατ, είχε κολλημένη τη φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ήταν άριστος μαθητής και πήγε στην Ιταλία για να σπουδάσει Γεωλογία. Εκεί συνέχισε την πολιτική του δράση, μέσα από τις φοιτητικές οργανώσεις.
Λίγο πριν από το θάνατό του, είχε μάθει ότι η χούντα είχε δυεισδύσει στις οργανώσει αυτές και μάθαινε πληροφορίες για την ταυτότητα και τη δράση των μελών τους, κυρίων των αντιστασιακών. Ο ίδιος ήταν ήδη γνωστός στο καθεστώς και πλέον φοβόταν πολύ για την οικογένειά του που βρισκόταν στην Ελλάδα.
Στην Ιταλία δέχτηκε επίθεση από παρακρατικούς και, παρότι ενεργός φοιτητής, είχε πρόβλημα με την αναβολή της στρατιωτικής του θητείας. Την ίδια εποχή, η οικογένειά του στην Κέρκυρα δεχόταν πιέσεις του καθεστώτος.
Το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου έγραψε ένα γράμμα στον πατέρα του: «Συγχώρεσέ με γι’αυτό που έκανα και μην κλάψεις. Ο γιος σου δεν είναι ήρωας. Είναι άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι, ίσως λίγο πιο φοβισμένος. Δεν θέλω να μπείτε σε κίνδυνο από τις πράξεις μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ελεύθερο άτομο».
Καθώς πιστεύει ότι δεν είναι πλέον χρήσιμος εν ζωή, αποφασίζει να κάνει κάτι με το θάνατό του: Να τραβήξει τα βλέμματα του κόσμου πάνω στην Ελλάδα και τη Χούντα.
Τα ξημερώματα αποχαιρετά την αρραβωνιαστικιά του, Ροζάνα, βγαίνει από το σπίτι του και με το αυτοκίνητό του φορτωμένο βενζίνη, πηγαίνει στην πλατεία Ματεότι.
Ο πατέρας του ταξιδεύει στην Ιταλία, πιστεύοντας ότι ο γιος του έχει εμπλακεί σε τροχαίο. Κανείς δεν του είπε την τραγική αλήθεια, την οποία έμαθε τυχαία φτάνοντας στη χώρα.
Ο ίδοις, είπε στον ερευνητή της υπόθεσης Κωνσταντίνο Παπουτσή: «Ήρθε η ώρα αυτή και με συνόδευσε στο νεκροτομείο ο ιερέας. Μου ζήτησε ο ιατροδικαστής να κάνω αναγνώριση. Ήταν καμένος, δηλαδή κάρβουνο, καμένος μέχρι και τρία εκατοστά βάθος. Ναι, αυτό είναι το παιδί μου… Αυτός είναι ο Κώστας μου. Έκανα τον σταυρό μου, τον φίλησα και κατέρρευσα».
Η άταφη σορός
Το καθεστώς της χούντας θέλει πάση θυσία να αποσιωπήσει το γεγονός και απαγορεύει τη μεταφορά της σορού στην Ελλάδα προκειμένου να ταφεί. Το νεκρό σώμα παραμένει σε ένα ψυγείο στο νεκροταφείο της Γένοβας, όπου μεταφέρθηκε από συμφοιτητές του Γεωργάκη, για περίπου τέσσερις μήνες.
Ο νεαρός φοιτητής ήταν και ως νεκρός απειλή για το καθεστώς· ίσως περισσότερο απ’ ότι ζωντανός.
Τελικά επιστρέφει στην Ελλάδα κρυφά, με το πλοίο «Αστυπάλαια» τον Ιανουάριο του 1971. Η ταφή του φοιτητή έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Κέρκυρας. Μια πλατεία της πόλης φέρει το όνομά του, ενώ έχει αναγερθεί ένα μνημείο προς τιμήν του.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 και την ανασύσταση της Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας (ΕΔΗΝ) από τον Αλέκο Παναγούλη, διοργανώθηκε το 1975 εκδήλωση τιμής για τον Κώστα Γεωργάκη. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος αναφέρεται στη θυσία του στο ποίημα του «Αυτοπυρπόληση – συλλογή: Η θέα του κόσμου».
«Ντύθηκες γαμπρός, φωταγωγήθηκες σαν έθνος.
Έγινες ένα θέαμα ψυχής, ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα.
Είσαι η φωτεινή, περίληψη του δράματός μας,
τα χέρια μας προς την Ανατολή και τα χέρια μας προς τη Δύση.
Είσαι στην ίδια λαμπάδα τη μια τ’ αναστάσιμο φως κι ο επιτάφιος θρήνος μας».
Ο Κώστας Γεωργάκης δεν σώπασε. Προτίμησε να φωνάζει για πάντα, με το δικό του τρόπο.