Quantcast
ΠΟΛΙΤΙΚΗΤΟΠΙΚΑ

31 Αυγούστου 1923: Η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις την επαύριο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Η Ιταλία εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Τσαρική Αυτοκρατορία), υπογράφοντας τον Απρίλη του 1915 τη συμφωνία του Λονδίνου. Στους μυστικούς όρους της συμφωνίας προβλεπόταν ότι σε περίπτωση νίκης των δυνάμεων της Αντάντ, η Ιταλία θα λάμβανε τα Δωδεκάνησα και άλλα εδαφικά ανταλλάγματα στην Κεντρική Ευρώπη, στα Βαλκάνια, στη Βόρεια Αφρική και στη Μικρά Ασία1.

Τα επόμενα χρόνια, τα διπλωματικά παζάρια και η διελκυστίνδα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων περιόρισαν τις «απολαβές» της ιταλικής καπιταλιστικής εξουσίας για τη συμμετοχή της στον πόλεμο2.

Ανάμεσα σε όσους αμφισβήτησαν έμπρακτα τις ιταλικές αξιώσεις ήταν και η ελληνική καπιταλιστική εξουσία, που επιδίωκε πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μικρά Ασία. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άνοιξαν διαύλους επικοινωνίας με τις δυνάμεις του Κεμάλ, τις τροφοδότησαν με στρατιωτικό υλικό ήδη από το 1919 και τελικά συνθηκολόγησαν μαζί τους και αποσύρθηκαν τον Μάρτη του 1921, διευκολύνοντας την επίθεσή τους στα ελληνικά στρατεύματα3.

Συνολικότερα, όμως, η ιταλική καπιταλιστική εξουσία όχι μόνο θεωρούσε ότι αδικήθηκε από τη μεταπολεμική μοιρασιά της ιμπεριαλιστικής λείας, αλλά είχε να αντιμετωπίσει και τις σημαντικές εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις της περιόδου 1918 – 1920, που κορυφώθηκαν με μεγάλες απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο φασισμός θεωρήθηκε η καλύτερη μορφή της πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό ταξικό εχθρό και να επιδιώξει προοπτικά μια αναδιανομή των εδαφών, των αγορών και των σφαιρών επιρροής. Ετσι, μετά από μια πορεία – παρωδία των φασιστών προς τη Ρώμη, η οποία εύκολα θα μπορούσε να κατασταλεί από τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, ο Ιταλός βασιλιάς, Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, επικαλέστηκε τον φόβο του εμφύλιου πολέμου και της αιματοχυσίας, προκειμένου να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Μουσολίνι4.

Την ίδια περίοδο, η ελληνική καπιταλιστική εξουσία αντιμετώπιζε την εργατική – λαϊκή δυσαρέσκεια για τη 10χρονη συμμετοχή της χώρας σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τις συνέπειες από την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων προσφύγων. Το αστικό στρατιωτικό κίνημα που ανέλαβε γρήγορα την εξουσία, η κήρυξη στρατιωτικού νόμου, η φυγή του βασιλιά στο εξωτερικό, η δίκη και η εκτέλεση των 6 κυβερνητικών αξιωματούχων, ως βασικών υπαιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής εξασφάλισαν εν μέρει την ενσωμάτωση της δυσαρέσκειας και δυσχέραναν την ανασυγκρότηση του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος, αποτρέποντας οποιονδήποτε παραπέρα εσωτερικό κλονισμό της καπιταλιστικής εξουσίας5.

Παράλληλα, όμως, η ελληνική καπιταλιστική εξουσία και τα ελληνικά στρατεύματα παρέμεναν ιδιαίτερα αδύναμα απέναντι στους εξωτερικούς τους αντιπάλους.

 

Οι επιδιώξεις της Ιταλίας για κυριαρχία στη Μεσόγειο και η δολοφονία του στρατηγού Τελίνι

Η ιταλική καπιταλιστική εξουσία, ανήκοντας θεωρητικά στους νικητές του πολέμου, μπορεί να μην είχε εξασφαλίσει τα προσδοκώμενα, αλλά και δεν βαρυνόταν από πολεμικές αποζημιώσεις, απώλεια αποικιών και σφαιρών επιρροής και περιορισμούς στο στρατό της, όπως η ηττημένη Γερμανία. Ετσι, μπορούσε άμεσα να ξεκινήσει την προετοιμασία της για μια μελλοντική αναδιανομή της ιμπεριαλιστικής λείας.

Βέβαια, η προώθηση της πάγιας ιταλικής εξωτερικής πολιτικής για γεωπολιτική κυριαρχία στους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου εξακολουθούσε να προσκρούει στις επιδιώξεις, στα συμφέροντα και στην αναβαθμισμένη θέση των μεγάλων νικητών του πολέμου, δηλαδή της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τις ιταλικές επιδιώξεις απέναντι στην πρόσφατα ηττημένη Ελλάδα. Με τους κερδισμένους του Μεγάλου Πολέμου να θέλουν να διατηρήσουν πάση θυσία το status quo που είχαν επιβάλει με τη δύναμη των όπλων και με νωπό ακόμα το μελάνι των υπογραφών στη Συνθήκη της Λοζάνης (Ιούλης 1923), η οποιαδήποτε αμφισβήτηση του συσχετισμού στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο απαιτούσε την ύπαρξη κάποιου σοβαρού προσχήματος. Και αυτό δεν άργησε να βρεθεί.

Το πρωί της 27ης Αυγούστου 1923 είχε καθοριστεί η συνάντηση ανάμεσα στην ελληνική, στην ιταλική και την αλβανική αντιπροσωπεία στη Διεθνή Επιτροπή για τον διακανονισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ομως, στις 9 το πρωί η ελληνική αντιπροσωπεία βρήκε τον επικεφαλής της ιταλικής αντιπροσωπείας, στρατηγό Τελίνι, και τους συνοδούς του (τον υπολοχαγό Μάριο Μπονατσίνο, τον επίατρο Κόρτι, τον οδηγό του Φαρνέτι και τον μεταφραστή τους) δολοφονημένους επί ελληνικού εδάφους, σε ενέδρα που είχε στηθεί εναντίον τους, στην οδό Αργυροκάστρου – Ιωαννίνων, στη θέση Ζέπι. Αν και η ελληνική πλευρά έσπευσε να εκφράσει τα συλλυπητήριά της στον Ιταλό πρέσβη, η ιταλική κυβέρνηση δεν αρκέστηκε στη συγγνώμη των ελληνικών αρχών6.

Παρά το γεγονός ότι ακόμα και δεκαετίες αργότερα, μερίδα της διεθνούς ιστοριογραφίας απέρριπτε το ενδεχόμενο η δολοφονία του Τελίνι να αποτελούσε προβοκάτσια της φασιστικής κυβέρνησης7, το βέβαιο είναι ότι χρησιμοποιήθηκε από αυτήν, που εμφανίστηκε σαν έτοιμη από καιρό να δικαιολογήσει τις αξιώσεις της στην περιοχή. Χαρακτηριστικά σημείωνε ο «Ριζοσπάστης» την 1η Σεπτέμβρη 1923:

«Η δολοφονία αναμφισβητήτως είνε πολιτική. Απόδειξις πως τους σκοτωμένους δεν τους έκλεψε κανείς, αν και είχε χρόνο να το κάμη. Τώρα ποιος τους σκότωσε και ποιος έβαλε να τους σκοτώσουν; (ακολουθεί λογοκριμένο κείμενο). Τέλος πάντων, όπως και να έχη η δολοφονία είνε πολιτική. Και από τις ενέργειες της φασιστικής κυβερνήσεως του (λογοκριμένη λέξη) αυτού Μουσολίνι που τα χέρια του είναι βαμμένα με το αίμα των εργατών της Ιταλίας φαίνεται πως ρίχνει την ευθύνη στην Ελλάδα και πως έχει την γνώμη ότι οι δολοφόνοι είναι βαλτοί από την ελληνική κυβέρνησι. (ακολουθεί λογοκριμένο κείμενο). Το βέβαιο είνε ότι η Ελλάδα είτε φταίει είτε δε φταίει σ’ αυτή τη δουλειά, αυτή θα πληρώση τα σπασμένα».

 

Η αξιοποίηση της δολοφονίας Τελίνι

Την επομένη της δολοφονίας Τελίνι και των συνεργατών του και πριν ακόμα ξεκινήσουν καλά καλά οι έρευνες για τις συνθήκες θανάτου, η φασιστική κυβέρνηση ζήτησε από το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας να ικανοποιήσει άμεσα τις ακόλουθες απαιτήσεις: 1) Επίσημη συγγνώμη προς τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα εκ μέρους της ανώτατης ελληνικής στρατιωτικής αρχής. 2) Τέλεση εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης μνημοσύνου στον καθολικό ναό των Αθηνών με την παρουσία όλου του υπουργικού συμβουλίου. 3) Την ίδια μέρα απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία μέσα από την υποδοχή ιταλικής ναυτικής μοίρας που θα έφτανε στο Φάληρο και θα αποχωρούσε υπό τους κανονιοβολισμούς των ελληνικών πολεμικών πλοίων. 4) Συμμετοχή του ιταλικού στρατιωτικού ακολούθου στις ανακρίσεις για τη δολοφονία του Τελίνι και των συνοδοιπόρων του και έκδοση ανακριτικού πορίσματος εντός 5 ημερών. 5) Καταδίκη των ενόχων σε θάνατο. 6) Παροχή αποζημίωσης 50 εκατομμυρίων ιταλικών λιρετών για το ιταλικό κράτος και 10 εκατομμυρίων ιταλικών λιρετών για την οικογένεια του Τελίνι εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης. 7) Απόδοση στρατιωτικών τιμών στις σορούς των Ιταλών στρατιωτικών κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους σε ιταλικό ατμόπλοιο8.

Ταυτόχρονα, το φασιστικό κόμμα καλλιεργούσε το εθνικιστικό μίσος και οργάνωνε επιθέσεις εναντίον Ελλήνων που εργάζονταν στην Ιταλία και εναντίον καταστημάτων ελληνικών συμφερόντων9.

Όλα έδειχναν ότι η φασιστική ιταλική κυβέρνηση μεθόδευε συστηματικά την όξυνση των ιταλοελληνικών σχέσεων. Στις 31 Αυγούστου 1923, έπειτα από την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της φασιστικής ιταλικής κυβέρνησης, τρία θωρηκτά, δύο βαρέα και δύο ελαφρά καταδρομικά, έξι αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα και υποβρύχια του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού στράφηκαν ενάντια στην Κέρκυρα και απαίτησαν με τελεσίγραφο από τον νομάρχη, Πέτρο Ευριπαίο, την άμεση παράδοσή της. Παρά την ενημέρωση του νομάρχη ότι στα φρούρια ήταν πρόχειρα εγκατεστημένοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι Ιταλοί απάντησαν με πυρά, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 15 και να τραυματιστούν άλλοι 35, στην πλειοψηφία τους πρόσφυγες. Στη συνέχεια οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κέρκυρα10.

Η επίθεση των ιταλικών δυνάμεων και η κατάληψη της Κέρκυρας προκάλεσαν αντιφατικές αντιδράσεις στην ηγεσία του στρατιωτικού κινήματος. Ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας διέταξε αντίσταση. Από την άλλη πλευρά, ο στρατηγός Στυλιανός Γονατάς, που είχε ορκιστεί πρωθυπουργός, όπως και ο υπουργός Εξωτερικών, Απόστολος Αλεξανδρής, θεωρούσαν ότι ο ελληνικός στρατός, που λίγες μέρες νωρίτερα είχε σφαγιάσει τους απεργούς εργάτες στο Πασαλιμάνι, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε μια νέα πολεμική σύγκρουση11.

Έτσι, επικράτησε η λογική της διπλωματικής επίλυσης και η ελληνική κυβέρνηση απευθύνθηκε στη Διάσκεψη των Πρέσβεων των Κύριων Συμμάχων και των Συνδεδεμένων Δυνάμεων12, που ήταν υπεύθυνη και για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων και ζήτησε να συγκροτηθεί μια ειδική επιτροπή επίλυσης του ζητήματος13.

 

Οι αποφάσεις των «λυκοσυμμάχων»

Παρά το γεγονός ότι η Ιταλία είχε εμφανώς προχωρήσει σε μια άδικη επιθετική ενέργεια, με αποτέλεσμα δεκάδες θύματα, η απόφαση της Διάσκεψης των Πρέσβεων ήταν τουλάχιστον προκλητική, αφού καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί όρους παραπλήσιους με αυτούς που είχε απαιτήσει η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας. Ανέφερε χαρακτηριστικά η απόφαση της Διάσκεψης:

«Η Διάσκεψις, εφ’ όσον η ιταλική κυβέρνησις δηλοί ότι η κατοχή της Κέρκυρας δεν έχει άλλον σκοπόν παρά να επιτύχη ικανοποίησιν των αιτημάτων τα οποία υπέβαλεν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν και εφ’ όσον αυτά τα αιτήματα έχουν διαμορφωθεί εις τους ανωτέρω όρους, προσκαλεί την ελληνικήν κυβέρνησιν να γνωστοποιήση την ολοκληρωτικήν αποδοχήν των ως άνω όρων»14.

Η μετέπειτα απόφαση της ειδικής επιτροπής, που θεωρούσε ότι η ελληνική πλευρά δεν ευθυνόταν για τον φόνο του στρατηγού Τελίνι, είχε μόνο τυπική αξία για την ελληνική κυβέρνηση, ενώ υπογράμμιζε ακόμα περισσότερο ότι οι αποφάσεις της Διάσκεψης δεν στηρίζονταν στην αποτίμηση των γεγονότων, αλλά σε μια προσπάθεια να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των μελών της. Στο ίδιο πλαίσιο, βέβαια, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε σκοπό να συναινέσει στην επιδίωξη της ιταλικής καπιταλιστικής εξουσίας να αλλάξει τα σύνορα στην περιοχή. Γι’ αυτό και έπειτα από βρετανικές πιέσεις τα τελευταία ιταλικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Κέρκυρα στις 27 Σεπτέμβρη 1923.

Από τα προηγούμενα προκύπτουν δύο διδάγματα διαχρονικής σημασίας. Πρώτον, ότι οι συμβιβασμοί ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα των καπιταλιστικών κρατών είναι πάντα προσωρινοί, ενώ οι ανταγωνισμοί τους μόνιμοι. Λίγα χρόνια αργότερα, οι επιδιώξεις της ιταλικής καπιταλιστικής εξουσίας για αναδιανομή της ιμπεριαλιστικής λείας και για κατάκτηση ενός ηγεμονικού ρόλου στη Μεσόγειο θα εκφράζονταν μέσα από τη διαμόρφωση μιας συμμαχίας με τη ναζιστική Γερμανία, που θα οδηγούσε στον ιταλοελληνικό πόλεμο του 1940.

Δεύτερον, ο διαχρονικός ισχυρισμός της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας ότι η συμμετοχή της σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες μπορεί να διασφαλίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα και πολύ περισσότερο την ασφάλεια του εργαζόμενου λαού ήταν ψευδής, αφού, σε σύντομο διάστημα, μετά την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, υποχρεώθηκε σε νέες υποχωρήσεις.

 

Παραπομπές

  1. «Secret (London) Agreement to Enter the War: Italy with Entente Powers, 26 April 1915» στο J. C. Hurewitz (ed.), The Middle East and North Africa in World Politics: A Documentary Record, vol. II, Yale University Press, New Heaven & London, 1979, pp. 21-26.
  2. Αναστάσης Γκίκας, «Οι λαοί στη μέγγενη των αστικών “εθνικών” επιδιώξεων και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών» στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), «1922. Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2022, σελ. 33 – 45.
  3. Αναστάσης Γκίκας, ό.π., σελ. 60.
  4. Patricia Knight, Mussolini and Fascism, Routledge Editions, London & New York, 2013, pp. 24 – 30.
  5. Κώστας Σκολαρίκος – Κώστας Τζιάρας, «Στοιχεία αποσταθεροποίησης της καπιταλιστικής εξουσίας κατά την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας», στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), ό.π., σελ. 233 – 235.
  6. Γρηγόρης Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923 – 1940», τόμ. Α΄, εκδ. «Το Βήμα», Αθήνα, 2020, σελ. 85 – 86.
  7. James Barros, The Corfu Incident of 1923. Mussolini and the League of Nations, Princeton University Press, Princeton, 1965, pp. 21 – 27.
  8. Γρηγόρης Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923 – 1940», τόμ. Α΄, εκδ. «Το Βήμα», Αθήνα, 2020, σελ. 86 – 87.
  9. «Ριζοσπάστης», 31.08.1927 και Penelope Kissoudi, The Balkan Games and the Balkan Politics in Interwar Years 1929-1939, Routledge Editions, London & New York, 2009, p. 39.
  10. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήναι, 1978, σελ. 287.
  11. Penelope Kissoudi, The Balkan Games and the Balkan Politics in Interwar Years 1929-1939, Routledge Editions, London & New York, 2009, p. 39.
  12. Επρόκειτο για ένα όργανο συνεννόησης των βασικών δυνάμεων της Αντάντ που κατοχυρώθηκε από τη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλιών. Στην πράξη αποτελούσε ένα πεδίο συνεννόησης ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και την Ιταλία, αφού το αμερικανικό Κογκρέσο δεν είχε εγκρίνει τη Συνθήκη των Βερσαλιών και οι ΗΠΑ συμμετείχαν μόνο με παρατηρητή, ενώ η Ιαπωνία δεν συμμετείχε ενεργά. (Encyclopedia of Public International Law, vol. 7, Elsevier Science Publishers, Amsterdam & New York, 1984, p. 49.
  13. Στυλιανού Γονατά, Απομνημονεύματα 1897 – 1957, χ.ε., Αθήναι, 1958, σελ. 274.
  14. Γρηγόρης Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923 – 1940», τόμ. Α΄, εκδ. «Το Βήμα», Αθήνα, 2020, σελ. 98.

 

Το σχόλιο της Τ.Ε. Κέρκυρας του ΚΚΕ

Το 1923 με την κατάληψη της Κέρκυρας από τις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, ο λαός της πλήρωσε τις συνέπειες από την εμπλοκή της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς της εποχής με στόχο την αναβάθμισή της στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, σε ανταγωνισμό με άλλες αστικές τάξεις, όπως η ιταλική. Πλήρωσε τις συνέπειες του ιμπεριαλιστικού Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και των νέων πολέμων που ακολούθησαν, καθώς και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ των νικητών και των συμμάχων τους για τη διανομή της πολεμικής λείας. Πλήρωσε την επιδίωξη της χτεσινής συμμάχου Ιταλίας να αμφισβητήσει τον διαμορφωμένο συσχετισμό.

Σήμερα, 100 χρόνια μετά, τα σχέδια της αστικής τάξης για αναβάθμιση της χώρας σε ενεργειακό κόμβο, σε «πρωταγωνιστή» των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ μπλέκουν την Ελλάδα σε νέους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς σε βάρος του λαού, σε νέους κινδύνους για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Απέναντι στους επικίνδυνους αυτούς σχεδιασμούς, το εργατικό – λαϊκό κίνημα μπορεί και πρέπει να αντιτάξει την αυτοτελή του πάλη ενάντια σε οποιαδήποτε εμπλοκή και συμμετοχή στα πολεμικά σχέδια των ιμπεριαλιστών, σε οποιαδήποτε αλλαγή συνόρων. Το εργατικό – λαϊκό κίνημα καλείται να δυναμώσει την πάλη του ενάντια στους εκμεταλλευτές και το σύστημά τους, που γεννά τους πολέμους, τη φτώχεια και την προσφυγιά.

 

__________________________________________________________________________

Ακολουθήστε το kerkyrasimera.gr για να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα από την Κέρκυρα.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Instagram

Ακολουθήστε μας στο twitter

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Απαγορεύεται αυστηρά η μη εξουσιοδοτημένη χρήση ή / και η αναπαραγωγή αυτού του υλικού χωρίς ρητή και γραπτή άδεια από τον συγγραφέα ή / και τον ιδιοκτήτη. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποσπάσματα κειμένων που δημοσιεύονται σε αυτήν τη σελίδα και σύνδεσμοι, υπό την προϋπόθεση ότι δίνεται πλήρης και σαφής αναφορά στο kerkyrasimera.gr με κατάλληλη και συγκεκριμένη κατεύθυνση (υπερσύνδεσμος/link) προς το πρωτότυπο περιεχόμενο.
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται!!